flexile

Προφορά της λέξης:  US ['flekˌsɪl] UK ['fleksaɪl]
  • adj.Επεκτασιμότητα? Ευέλικτο. Ευέλικτη
  • WebΕυέλικτο. Ευέλικτο, εύκαμπτο, μαλακό