communalism

Προφορά της λέξης:  US ['kɑ:m-] UK [kə'mju:nəlɪzəm] ['kɒmjənəl-]
  • n.Ζωή της Κοινότητας Ομάδα (exclusive)
  • WebCommunalism? Κομουνιταριανισμός? Ο κομμουνισμός
n.
1.
τις αρχές και πρακτικές του κοινόχρηστο καθιστικό ή ιδιοκτησία, ή υποστήριξη για μια κοινόχρηστη κοινωνία
2.
μια μεγαλύτερη αφοσίωση σε μια εθνική ή θρησκευτική ομάδα από ό, τι στην κοινωνία εν γένει