clarifying

Προφορά της λέξης:  US [ˈklerɪˌfaɪɪŋ] UK [ˈklærəfaɪ]
  • adj.Έτσι να διευκρινίσει
  • v.Διευκρινίσει τις μορφές μετοχή ενεστώτα
  • WebΔιευκρινίσεις? Για να διευκρινίσει? Αποσαφήνιση αμφιβολίες
adj.
1.
καθιστώντας σαφές
v.
1.
η μετοχή ενεστώτα του clarify