cathode

Προφορά της λέξης:  US [ˈkæˌθoʊd] UK [ˈkæθəʊd]
  • n.Κάθοδο? αρνητική
  • WebΚαθόδου και της ανόδου και της καθόδου
n.
1.
το αρνητικό ηλεκτρόδιο σε μια μπαταρία ή παρόμοιο κομμάτι του ηλεκτρολογικού υλικού, ή το αρνητικό ηλεκτρόδιο σε ένα κελί ηλεκτρολυτικά